Προς διαχρονικά προβληματισμένους, εκατοστής εικοστής έβδομης επιστολής, το ανάγνωσμα…

Θέμα: «Κρύψου στην άμμο Αμμόχωστος σαν σπάνιο κοχύλι…»

Πώς τα καταφέραμε να φτάσουμε μέχρι εδώ; Θα ακούσουμε διάφορα στην πορεία. Επέλεξα να μην ακούσω πολλά. Να διαβάσω ακόμη λιγότερα. Να αποστασιοποιηθώ σε βαθμό που η σκέψη ανεπηρέαστη να βαδίσει τις δικές της διαδρομές.

Μπορείς άραγε στην σκακιέρα της πολιτικής σου μοίρας να ανατρέψεις σχεδιασμούς; Τα καταφέραμε ποτέ; Όποιος και αν κυβερνούσε; Όποια κυβέρνηση και αν είχε το πάνω χέρι; Δεν θα γινόταν άραγε εισβολή αν δεν γινόταν πραξικόπημα; Πιθανότατα να βρισκόταν μια άλλη αφορμή θα μπορούσε να πει κάποιος. Μειώνει την προδοσία; Σαφέστατα όχι. Από δίλημμα σε δίλημμα. Αιώνες τώρα. Είμαστε Έλληνες; Καθαρόαιμοι; Της Κύπρου Έλληνες; Κύπριοι; Ήρθαν οι Αχαιοί ως κατακτητές; Πόσο πίσω πρέπει να πάμε για να ανακαλύψουμε την ταυτότητά μας. Είναι η ταυτότητά μας η γλώσσα μας; Τα ακούσματα με τα οποία μεγαλώσαμε; Την γλώσσα όντως μας έδωσαν ελληνική στις αμμουδιές του Ομήρου. Μας πρόδωσε η Ελλάδα; Έχει σημασία; Είμαστε Έλληνες. Δεν καρτερούμε τίποτα; Φυσικά και καρτερούμε γιατί «η ελπίδα ακονιέται στην πίστη» και πιστεύουμε, γιατί έχουμε το δίκαιο με το μέρος μας. Και ας μην δικαιωθήκαμε ποτέ μέχρι σήμερα. Και ας μην δικαιωθούμε ούτε και αύριο.

Δεν είμαι από την Αμμόχωστο. Μεγάλωσα όμως, ενηλικιώθηκα, και γερνώ, με την εικόνα της πόλης φάντασμα να καθορίζει την ύπαρξη μου. Να επιστρέψουν άραγε στην περιουσία τους; Υπό τουρκοκυπριακή διοίκηση; Και μόνο η λέξη περιουσία δείχνει πού ακριβώς και πόσο έξυπνα ποντάρουν οι επιτήδειοι. Να επιστρέψουν, όχι στη γη που τους γέννησε. Να επιστρέψουν στην περιουσία τους. Η περιουσία ως ατομικό δικαίωμα, όχι η πατρίδα, όχι η καταγωγή, όχι η γλώσσα, όχι η ιστορία. Η περιουσία. Οι τίτλοι ιδιοκτησίας.

Αναρωτιέμαι τι θα αποδοθεί πραγματικά στους ιδιοκτήτες. Εκτός από ένα χαρτί και χέρσα γη. Ρότσοι και πέτρες και χαλάσματα, μιας ζωής που διακόπηκε βάναυσα εκείνο το καλοκαίρι. Τους αδικώ; Καθόλου. Τους κατακρίνω; Όχι φυσικά, αν και διατηρώ το δικαίωμα μου να τους μιλώ για το σφάλμα. Για το ολίσθημα το μέγα. Τους λυπάμαι; Βαθύτατα. Χαίρομαι που δεν βρίσκομαι μπροστά  σε αυτό το δίλημμα. Γιατί η προδοσία εκείνου του Ιούλη θα φαντάζει ανύπαρκτη στο μυαλό τους την ίδια εκείνη στιγμή. Κανένας δεν μπορεί να κρίνει κανένα άκουσα να λέγεται. Μπορούμε όλοι όμως να κρίνουμε τον εαυτό μας στον οποίο δεν μπορούμε ποτέ να πούμε ψέματα. Ειδικά όταν η παγίδα θα αποκαλυφθεί σε όλο της το μεγαλείο.

Όχι, δεν τους ζητώ να βάλουν το Εμείς πάνω από το Εγώ. Τα συλλογικά δικαιώματα και την πατρίδα πάνω από την περιουσία, το εαυτό τους και την οικογένειά τους. Τον εαυτό τους τους ζητώ να σκεφτούν. Σε βάθος χρόνου. Να σκεφτούν την πιθανότητα την ίδια ώρα που θα παίρνουν στα χέρια τους τους τίτλους ιδιοκτησίας και το δικαίωμα επιστροφής υπό τους όρους που ο κατακτητής θέτει, να ξεκινά η εσωτερική, η απολύτως ατομική, η αναπόφευκτη, η αδυσώπητη, διαδικασία απώλειας της ταυτότητά τους.

Εγώ; Θα προσευχηθώ για εκείνους. Για την καθεμιά και τον καθένα τους ξεχωριστά:

Ξάπλωσα λέει στην άμμο τη χρυσή της αγαπημένης πόλης και αποκοιμήθηκα.  Έγινα Ονήσιλος. Ένιωσα επαναστάτης. Γνώρισα τα πρόσωπά της τα πολλά. Τη Σαλαμίνα, την Αρσινόη, την Κωνστάντια. Γεύτηκα τα σταφύλια της και μύρισα τα κίτρα της. Συνομίλησα με τον Τεύκρο. Του είπα πως δεν έφταιγε για τον Αίαντα. Περπάτησα στον γοτθικό ναό του Αγίου Νικολάου. Κονταρομάχησα με τον Ριχάρδο. Με νίκησε. Κατά κράτος. Ας μην ξεχνούμε πως ήταν  δήθεν και Λεοντόκαρδος. Τον Οθέλλο τον παρηγόρησα και του είπα πως η ζήλια μόνο κακό κάνει στη ψυχή. Μπήκα σε πορτοκαλεώνες και γέμισα πορτοκάλια τις τσέπες μου. Βάδισα με περηφάνια στη γιορτή του πορτοκαλιού. Γνώρισα τουρίστες από όλες τις μεριές της γης. Μπήκα σε εμπορικά καταστήματα και πολυτελή ξενοδοχεία. Μέτρησα πλοία και άλλα πλοία που ξεφόρτωναν εμπορεύματα από χώρες εξωτικές στο λιμάνι της. Έριξα τα δίκτυα και ψάρεψα ψαριές πλούσιες. Την αγάπησα την πόλη μου από την αρχή. Γιατί η πόλη ανήκει στους ανθρώπους της  γι΄ αυτό και λένε «η πόλη μου». Και έχει ναι  και μεγάλους δρόμους και στενά σοκάκια. Φιλοξενεί γέλια και γλέντια  αλλά και θρήνους και πόνους. Έχει άσπρο και μαύρο, έχει μυρωδιές και μουσικές, καυγάδες και φιλιώματα. Η πόλη έχει ιστορία. Έχει δέντρα με ρίζες και ανθρώπους με φτερά. Με άλλα λόγια μια πόλη τα έχει όλα και το μόνο σίγουρο πως δεν θα την πάρουμε πίσω την πόλη μας με αυτό τον τρόπο… αφού «τα όλα της» δεν θα είναι εκεί…

Υπογραφή

Ο Ρομπέν των Χαμένων Θαυμάτων»

Υ.Γ. :

«Στην καρδιά του πελάγου

στο σταυρό του ορίζοντα

κραυγή κι’ οιμωγή η πατρίδα μου.

Αγρυπνούμε σ’ αυτή τη γωνιά, στ’ άκρο πέλαγο

στη μικρή μας πατρίδα επάνω. Η φωνή μας – αιώνες

παλιοί που δεν χάθηκαν. Τα’ όνειρο μας – αιώνες

που θάρθουν.

 Αγρυπνούμε σ’ αυτή τη γωνιά και μαχόμαστε.

 Η ελπίδα ακονιέται στην πίστη.»

Μιχάλης Πασιαρδής