Είμαι ένα παιδί. Νόμιζα κάποτε πως είμαι όπως όλα τα παιδιά. Τώρα πια, ξέρω πως δεν ισχύει. Κανένας δεν είναι όπως τους άλλους. Ευτυχώς.

Ζω σε ένα σπίτι με δέντρα.

Σε μια πόλη με ήλιο.

Σε μια χώρα με κύματα.

Στον νυχτερινό ουρανό μου, λάμπουν αστέρια και στη θάλασσά μου, κολυμπούν ψάρια.

Ζω σ΄ έναν κόσμο με πουλιά. Με πουλιά που πετούν σε καπνισμένους ουρανούς.

Ζω σε ένα σπίτι. Μέσα σε μια πόλη. Δίπλα από μια θάλασσα. Κάτω από έναν ουρανό. Μαζί με δέντρα, ήλιους, αστέρια, κύματα, ψάρια, πουλιά και λύκους. Ναι, υπάρχουν και λύκοι στον κόσμο μου.

Πάω σχολείο.

Στο σχολείο μου έχει μια μεγάλη βιβλιοθήκη. Διαβάζοντας μεγαλώνω και ανακαλύπτω. Μαθαίνω τον κόσμο από την αρχή.

Υπάρχουν παιδιά δέντρα. Ριζωμένα στον τόπο τους.

Όπως τον Αντρέα. Ο Αντρέας ζει στο χωριό δίπλα από την πόλη μου. Έρχεται στο σχολείο με το λεωφορείο. Ζει με την μαμά και τον παππού του. Του αρέσει το χωριό του. Πολύ. Δεν θα το άλλαζε με τίποτα. Θέλει να φυτεύει, να ποτίζει, να φροντίζει.

Υπάρχουν παιδιά ήλιοι. Λάμπουν και σκορπίζουν ζεστασιά.

Όπως η Μαρία. Η Μαρία αγαπά πολύ. Μιλά πάντα με λέξεις ζάχαρη που κολλούν στο τέλος τους το «μου». Όχι όπως «δικό μου», αλλά όπως «αγαπώ». Αντρέα μου λέει και είναι «Αντρέα σε αγαπώ».

Υπάρχουν παιδιά κύματα.

Όπως η Ιωάννα. Με το κόκκινο της ποδήλατο. Με αυτό πηγαινοέρχεται στο σχολείο. Πάει και έρχεται. Έρχεται και πάει. Φοράει το κίτρινό της κράνος και χαιρετά τη Μαρία και τον Αντρέα. Τους χαιρετά όταν έρχεται. Τους χαιρετά και όταν πάει.

Υπάρχουν παιδιά αστέρια.

Όπως ο Τζον. Ο Τζον δεν είναι αστέρι. Ο Τζον είναι Το Αστέρι. Τα ξέρει όλα. Και εκείνα που δεν  ξέρει, θα τα μάθει σίγουρα. Δεν θα του ξεφύγουν. Ο Τζον, το παιδί αστέρι, κυνηγά τις λέξεις και τους αριθμούς. Τα καταβροχθίζει και τα χωνεύει. Όχι στο στομάχι. Στο μυαλό

Υπάρχουν παιδιά ψάρια. Υπάρχουν πολλά παιδιά ψάρια.  Παιδιά χωρίς λέξεις. Παιδιά χωρίς φωνή.

Όπως Ο Αχμέτ, από τη Συρία. Δεν ξέρει λέξεις δικές μας. Ξέρει μόνο τις δικές του λέξεις. Τις λέξεις της καρδιάς του. Τις λέξεις της πατρίδας του. Δεν τις τραγούδησε.

Όπως η Γεωργία με τα πόδια τροχούς. Η Γεωργία έχει τις λέξεις αλλά δεν μπορεί να ανεβεί στη σκηνή για να τις πει. Τα σκαλοπάτια την εμποδίζουν.

Όπως η Άντρεα. Δεν βλέπει για να διαβάσει τις λέξεις που είναι γραμμένες στο χαρτί. Τελικά ούτε και εκείνη τις είπε.

Όπως ο Ιωάννης. Ο Ιωάννης δεν ακούει όταν τον φωνάζουν. Έχασε τη σειρά του. Δεν τραγούδησε ούτε εκείνος τις λέξεις του.

Όπως η Ελένη. Η Ελένη τρόμαξε από τα φώτα και την μουσική. Άρχισε να πηγαίνει και να έρχεται. Μπρος-πίσω. Όπως τα παιδιά κύματα. Δεν κατάφερε να ηρεμήσει. Δεν είπε τις λέξεις της.

Όπως ο Στέφανος. Ο Στέφανος δεν είπε τις λέξεις του γιατί δεν μπορούσε να τις ντύσει με τα κόκκινα παπούτσια και τα πράσινα μπλουζάκια όπως οι άλλοι. Ο πατέρας είχε χάσει τη δουλειά του και η μητέρα του ήταν καιρό άρρωστη.

Κανένα παιδί ψάρι δεν είπε τις λέξεις του στη μουσική σκηνή. Δεν τις έντυσε με μουσική. Δεν τις έκανε τραγούδι. Δεν τις έκανε ούτε γέλιο, ούτε κλάμα. Μόνο σιωπηλή κραυγή χωρίς φωνή.

Τα υπόλοιπα παιδιά, τα παιδιά κύματα, τα παιδιά δέντρα, τα παιδιά ήλιοι, τα παιδιά αστέρια, βρήκαμε τη φωνή μας και τραγουδήσαμε. Για τη χαρά και τη λύπη. Και μας χειροκρότησαν.

Τότε ήταν, εκείνο το βράδυ της μουσικής παράστασης, που τα παιδιά ψάρια έγιναν παιδιά λύκοι.

Και εγώ κατάλαβα πια γιατί υπάρχουν παιδιά λύκοι. Παιδιά μόνα. Αγαπώ τα παιδιά ψάρια που γίνονται λύκοι.

Θέλω να γίνω και εγώ λύκος. Όχι για να είμαι μόνος. Αλλά για να είμαστε πολλοί και μαζί. Για να φτιάξω μια αγέλη.

 Και μετά να γίνουμε όλοι παιδιά πουλιά. Για να πετούμε στους καπνισμένους ουρανούς του κόσμου μας

Τα παιδιά δέντρα γίνονται πουλιά όταν καταλάβουν πως οι ρίζες τους μπορούν να βρουν νερό και σε άλλο χώμα.

Τα παιδιά ήλιοι γίνονται πουλιά όταν καταλάβουν πως με την αγάπη βγάζουν φτερά.

Τα παιδιά κύματα γίνονται πουλιά όταν καταλάβουν πως με το πηγαινέλα δεν πάνε και πολύ μακριά.

Τα παιδιά αστέρια γίνονται πουλιά όταν καταλάβουν πως η γραμμή του ορίζοντα δεν τελειώνει εκεί που νομίζουν και αποφασίσουν να πάνε πάρα πέρα.

Τα παιδιά ψάρια, σταματούν να είναι λύκοι και  γίνονται πουλιά όταν μπουν στην αγέλη.

Το ξέρω σίγουρα. Την ξανακάναμε στη μουσική παράσταση.

Ο Αντρέας τραγούδησε ένα τραγούδι ταξίδι, η Μαρία για αγάπη φυσικά και η Ιωάννα ένα τραγούδι που όλο πήγαινε και δεν ερχόταν πίσω.

Ο Τζον τραγούδησε για όλα όσα υπάρχουν πέρα από τον ορίζοντα.

Ο Αχμέτ μοιράστηκε μαζί μας τις λέξεις της πατρίδας του.

Η Γεωργία ανέβηκε στη σκηνή με τα χέρια φτερούγες των δασκάλων της.

Η Άντρεα τραγούδησε για έναν κόσμο με φως και ο Ιωάννης, που δεν την άκουσε, τραγούδησε τη σιωπή του.

Η Ελένη κρατώντας με από το χέρι δεν φοβήθηκε και φώναξε δυνατά πως είναι και εκείνη εδώ.

Εγώ, εκ μέρους της αγέλης μας,  τραγούδησα στο φεγγάρι ένα τραγούδι για τα παιδιά ψάρια που γίνονται αγέλες λύκων και μετά σμήνη πουλιών.

Και μετά έγραψα την ιστορία μας και την έκλεισα σε ένα βιβλίο που ταξίδεψε από χέρι σε χέρι. Παρέα με άλλα βιβλία, παρέα με άλλες ιστορίες. Γιατί ξέρω πως όταν διαβάζεις ιστορίες αλλάζεις και γίνεσαι παιδί- πουλί και ανοίγεις τα φτερά σου για να φτάσεις πέρα από τον ορίζοντα.

Είμαι ένα παιδί. Νόμιζα κάποτε πως είμαι όπως όλα τα παιδιά. Τώρα πια, ξέρω πως δεν ισχύει. Κανένας δεν είναι όπως τους άλλους. Ευτυχώς.

Ζω σε ένα σπίτι με δέντρα.

Σε μια πόλη με ήλιο.

Σε μια χώρα με κύματα.

Στον νυχτερινό ουρανό μου, λάμπουν αστέρια και στη θάλασσά μου, κολυμπούν ψάρια.

Ζω σ΄ έναν κόσμο με πουλιά. Με πουλιά που πετούν σε καπνισμένους ουρανούς.

Ζω σε ένα σπίτι. Μέσα σε μια πόλη. Δίπλα από μια θάλασσα. Κάτω από έναν ουρανό. Μαζί με δέντρα, ήλιους, αστέρια, κύματα, ψάρια, πουλιά και λύκους. Ναι, υπάρχουν και λύκοι στον κόσμο μου.

Πάω σχολείο.

Στο σχολείο μου έχει μια μεγάλη βιβλιοθήκη. Διαβάζοντας μεγαλώνω και ανακαλύπτω. Μαθαίνω τον κόσμο από την αρχή.

Υπάρχουν παιδιά δέντρα. Ριζωμένα στον τόπο τους.

Όπως τον Αντρέα. Ο Αντρέας ζει στο χωριό δίπλα από την πόλη μου. Έρχεται στο σχολείο με το λεωφορείο. Ζει με την μαμά και τον παππού του. Του αρέσει το χωριό του. Πολύ. Δεν θα το άλλαζε με τίποτα. Θέλει να φυτεύει, να ποτίζει, να φροντίζει.

Υπάρχουν παιδιά ήλιοι. Λάμπουν και σκορπίζουν ζεστασιά.

Όπως η Μαρία. Η Μαρία αγαπά πολύ. Μιλά πάντα με λέξεις ζάχαρη που κολλούν στο τέλος τους το «μου». Όχι όπως «δικό μου», αλλά όπως «αγαπώ». Αντρέα μου λέει και είναι «Αντρέα σε αγαπώ».

Υπάρχουν παιδιά κύματα.

Όπως η Ιωάννα. Με το κόκκινο της ποδήλατο. Με αυτό πηγαινοέρχεται στο σχολείο. Πάει και έρχεται. Έρχεται και πάει. Φοράει το κίτρινό της κράνος και χαιρετά τη Μαρία και τον Αντρέα. Τους χαιρετά όταν έρχεται. Τους χαιρετά και όταν πάει.

Υπάρχουν παιδιά αστέρια.

Όπως ο Τζον. Ο Τζον δεν είναι αστέρι. Ο Τζον είναι Το Αστέρι. Τα ξέρει όλα. Και εκείνα που δεν  ξέρει, θα τα μάθει σίγουρα. Δεν θα του ξεφύγουν. Ο Τζον, το παιδί αστέρι, κυνηγά τις λέξεις και τους αριθμούς. Τα καταβροχθίζει και τα χωνεύει. Όχι στο στομάχι. Στο μυαλό

Υπάρχουν παιδιά ψάρια. Υπάρχουν πολλά παιδιά ψάρια.  Παιδιά χωρίς λέξεις. Παιδιά χωρίς φωνή.

Όπως Ο Αχμέτ, από τη Συρία. Δεν ξέρει λέξεις δικές μας. Ξέρει μόνο τις δικές του λέξεις. Τις λέξεις της καρδιάς του. Τις λέξεις της πατρίδας του. Δεν τις τραγούδησε.

Όπως η Γεωργία με τα πόδια τροχούς. Η Γεωργία έχει τις λέξεις αλλά δεν μπορεί να ανεβεί στη σκηνή για να τις πει. Τα σκαλοπάτια την εμποδίζουν.

Όπως η Άντρεα. Δεν βλέπει για να διαβάσει τις λέξεις που είναι γραμμένες στο χαρτί. Τελικά ούτε και εκείνη τις είπε.

Όπως ο Ιωάννης. Ο Ιωάννης δεν ακούει όταν τον φωνάζουν. Έχασε τη σειρά του. Δεν τραγούδησε ούτε εκείνος τις λέξεις του.

Όπως η Ελένη. Η Ελένη τρόμαξε από τα φώτα και την μουσική. Άρχισε να πηγαίνει και να έρχεται. Μπρος-πίσω. Όπως τα παιδιά κύματα. Δεν κατάφερε να ηρεμήσει. Δεν είπε τις λέξεις της.

Όπως ο Στέφανος. Ο Στέφανος δεν είπε τις λέξεις του γιατί δεν μπορούσε να τις ντύσει με τα κόκκινα παπούτσια και τα πράσινα μπλουζάκια όπως οι άλλοι. Ο πατέρας είχε χάσει τη δουλειά του και η μητέρα του ήταν καιρό άρρωστη.

Κανένα παιδί ψάρι δεν είπε τις λέξεις του στη μουσική σκηνή. Δεν τις έντυσε με μουσική. Δεν τις έκανε τραγούδι. Δεν τις έκανε ούτε γέλιο, ούτε κλάμα. Μόνο σιωπηλή κραυγή χωρίς φωνή.

Τα υπόλοιπα παιδιά, τα παιδιά κύματα, τα παιδιά δέντρα, τα παιδιά ήλιοι, τα παιδιά αστέρια, βρήκαμε τη φωνή μας και τραγουδήσαμε. Για τη χαρά και τη λύπη. Και μας χειροκρότησαν.

Τότε ήταν, εκείνο το βράδυ της μουσικής παράστασης, που τα παιδιά ψάρια έγιναν παιδιά λύκοι.

Και εγώ κατάλαβα πια γιατί υπάρχουν παιδιά λύκοι. Παιδιά μόνα. Αγαπώ τα παιδιά ψάρια που γίνονται λύκοι.

Θέλω να γίνω και εγώ λύκος. Όχι για να είμαι μόνος. Αλλά για να είμαστε πολλοί και μαζί. Για να φτιάξω μια αγέλη.

 Και μετά να γίνουμε όλοι παιδιά πουλιά. Για να πετούμε στους καπνισμένους ουρανούς του κόσμου μας

Τα παιδιά δέντρα γίνονται πουλιά όταν καταλάβουν πως οι ρίζες τους μπορούν να βρουν νερό και σε άλλο χώμα.

Τα παιδιά ήλιοι γίνονται πουλιά όταν καταλάβουν πως με την αγάπη βγάζουν φτερά.

Τα παιδιά κύματα γίνονται πουλιά όταν καταλάβουν πως με το πηγαινέλα δεν πάνε και πολύ μακριά.

Τα παιδιά αστέρια γίνονται πουλιά όταν καταλάβουν πως η γραμμή του ορίζοντα δεν τελειώνει εκεί που νομίζουν και αποφασίσουν να πάνε πάρα πέρα.

Τα παιδιά ψάρια, σταματούν να είναι λύκοι και  γίνονται πουλιά όταν μπουν στην αγέλη.

Το ξέρω σίγουρα. Την ξανακάναμε στη μουσική παράσταση.

Ο Αντρέας τραγούδησε ένα τραγούδι ταξίδι, η Μαρία για αγάπη φυσικά και η Ιωάννα ένα τραγούδι που όλο πήγαινε και δεν ερχόταν πίσω.

Ο Τζον τραγούδησε για όλα όσα υπάρχουν πέρα από τον ορίζοντα.

Ο Αχμέτ μοιράστηκε μαζί μας τις λέξεις της πατρίδας του.

Η Γεωργία ανέβηκε στη σκηνή με τα χέρια φτερούγες των δασκάλων της.

Η Άντρεα τραγούδησε για έναν κόσμο με φως και ο Ιωάννης, που δεν την άκουσε, τραγούδησε τη σιωπή του.

Η Ελένη κρατώντας με από το χέρι δεν φοβήθηκε και φώναξε δυνατά πως είναι και εκείνη εδώ.

Εγώ, εκ μέρους της αγέλης μας,  τραγούδησα στο φεγγάρι ένα τραγούδι για τα παιδιά ψάρια που γίνονται αγέλες λύκων και μετά σμήνη πουλιών.

Και μετά έγραψα την ιστορία μας και την έκλεισα σε ένα βιβλίο που ταξίδεψε από χέρι σε χέρι. Παρέα με άλλα βιβλία, παρέα με άλλες ιστορίες. Γιατί ξέρω πως όταν διαβάζεις ιστορίες αλλάζεις και γίνεσαι παιδί- πουλί και ανοίγεις τα φτερά σου για να φτάσεις πέρα από τον ορίζοντα.