Ανοικτή Επιστολή

Προς  διαχρονικά προβληματισμένους, επιστολής, το ανάγνωσμα…

Τι αξίζει τελικά περισσότερο η ζωή ή ο θάνατος;

Κανένας μας δεν υπολόγιζε πως θα κάναμε την ίδια συζήτηση, δυο χρόνια μετά. Υπολογίζαμε πως δύο χρόνια ήταν αρκετά για να κλείσουν οι τρύπες που είχαν εντοπιστεί στους τρόπους που λειτουργούν θεσμοί και υπηρεσίες. Στις μυλόπετρες της ανεπάρκειάς μας, της προχειρότητάς μας, της αδιαφορίας μας τελικά πόσο ανθρώπινο αίμα θα χυθεί; Πόσοι άνθρωποι θα μας φωνάζουν για βοήθεια και εμείς θα κλείνουμε και μάτια και αυτιά γιατί έτσι βολεύει καλύτερα ή γιατί απλούστατα ούτε ακούμε ούτε βλέπουμε ως κοινωνία; 

Ήξερα πως δεν αξίζει το ίδιο η ζωή όλων μας για το σύστημα. Στο χρηματιστήριο της ζωής άλλες μετοχές κατέχει ο καθείς μας. Υπάρχουν μεγαλομέτοχοι και φτωχοί, φτωχότατοι συγγενείς. Φάνηκε και στην πανδημία εκεί που έπρεπε σε κάποιες θλιβερές περιπτώσεις να αποφασίζουν ποιος θα ζούσε και ποιος θα αφηνόταν να φύγει. Άλλη η αξία της ζωής του παιδιού και άλλη του ηλικιωμένου. Άλλη η αξία της ζωής του πλούσιου από του άστεγου. Άλλη η αξία της ζωής του διάσημου από την αξία της ζωής του άσημου. Σε ένα βαθμό αναμενόμενο αφού η κοινωνικοοικονομική σου επιφάνεια και η προσωπικότητά σου, τα φώτα που είναι στραμμένα πάνω σου και σε φωτίζουν σε μετατρέπουν συχνότατα σε αναγνωρίσιμο άρα «άξιο». 

Εκείνο που δεν είχα συνειδητοποιήσει είναι πως κάποιων ανθρώπων η ζωή αξίζει πολύ λιγότερο  και από τον θάνατό τους. Αφού μόνο ο θάνατος τους φωτίζει και τους φέρνει στο προσκήνιο. Εκείνο που μετρά δεν είναι πως έζησαν, ποια ήταν τα όνειρά τους, τι αγαπούσαν, τι χαίρονταν, τι προγραμμάτιζαν, πως ζούσαν. Το μόνο που μετρά είναι το πως πέθαναν. Ούτε καν το γιατί. Το συνειδητοποίησα όταν η αστυνομία κινητοποίησε περιπολικά και ελικόπτερα και όλοι πανικοβληθήκαμε όταν το νήμα της ζωής τους κόπηκε. Κανένα περιπολικό. Κανένα ελικόπτερο. Κανένας πανικός κάθε φορά που η ζωή τους σκουντουφλούσε στη βία, στην κακοποίηση, στην ανέχεια, στην κατάθλιψη, στην τρέλα. Όλα αυτά γίνονταν πίσω από κλειστές πόρτες. Και ας χρειαζόταν μόνο ένα μικρό σπρώξιμο από τον γείτονα, από τον συγγενή, από την εκκλησία, από την κοινότητα, από το αρμόδιο και καθηκόντως υπεύθυνο δίκτυο των κρατικών υπηρεσιών. Όχι, είναι σαφέστατο και ξεκάθαρο πως ο θάνατος τους μας αφορά περισσότερο από τη ζωή τους!

Λαθρεπιβάτες της ζωής. Αόρατοι στην κοινότητα. Σκιές της καθημερινότητας. Ανύπαρκτοι στον κοινωνικό ιστό. Ξεχασμένοι φάκελοι στις υπηρεσίες που καθησυχάζουν τη συνείδησή τους με επιδόματα. Άνθρωποι της διπλανής πόρτας που ξέρουμε καλά. Λέμε ένα «τι κρίμα» κάθε φορά που οι δρόμοι μας διασταυρώνονται, σχολιάζουμε και λίγο, στην καλύτερη περίπτωση, την αδικία της ζωής και του συστήματος και συνεχίζουμε την πορεία μας. Γιατί εμείς γεννηθήκαμε στη φωτεινή πλευρά της σελήνης. Δεν μας αφορά. Ή και αν μας αφορά είναι μόνο τόσο όσο για να ποστάρουμε στα Μ.Κ.Δ. και να μετρήσουμε τα like ή και για να κατηγορήσουμε καλή ώρα, για ανεπάρκεια τις κρατικές υπηρεσίες- που ισχύει-. 

Η δική μας ευθύνη; Εμείς που κωφεύουμε και εθελοτυφλούμε στις πολλές περιπτώσεις που διακρίνουμε γύρω μας; Το δικό μας έγκλημα ποια τιμωρία θα δεχτεί; Ποια η δική μας ποινική και διοικητική ευθύνη; Της κοινωνίας χωρίς αμφισβήτηση τεράστια. Η ατομική; Πολύ μεγάλη. Και για όσους γνωρίζουν αλλά και για όσους από το όποιο πόστο, από την όποια θέση υπηρετούν, δεν βάζουν το δικό τους λιθαράκι για να κτιστεί ήθος και σεβασμός και αλληλεγγύη και κοινωνική δικαιοσύνη. 

Ευθύνεται ο κάθε αστυνομικός που δεν υπηρετεί με στοχοπροσήλωση  τον νόμο. Κάθε δικηγόρος που αξιοποιεί παραθυράκια για να αθωώσει τον ένοχο. Κάθε βουλευτής που ψηφίζει όχι με το χέρι στην καρδιά αλλά στην τσέπη. Κάθε υπουργός που την καρέκλα επιθυμεί και όχι την προσφορά στην κοινωνία. Κάθε εκπαιδευτικός που δεν συνειδητοποιεί το μέγεθος της ευθύνης του και τη διαφορά που μπορεί να κάνει στο μυαλό και στη ψυχή του κάθε παιδιού. Κάθε νοσηλευτής που πλησιάζει ψυχρά και χωρίς ενδιαφέρον το σώμα που νοσεί. Κάθε γιατρός που δεν συνειδητοποιεί πως κρατά τη ζωή του ασθενή του στα χέρια του.  Κάθε τραπεζίτης που δεν τον αφορά το που θα οδηγήσει η εκποίηση την ασήμαντη οικογένεια αλλά χαριστικά αναπροσαρμόζει τα δάνεια των επιφανών. 

Κάθε ένας από εμάς που ξέρει πως το έγκλημα (και η αδιαφορία τις πλείστες φορές είναι εγκληματική) δεν θα το ακολουθήσει η τιμωρία.

Ο Ρομπέν των Χαμένων Θαυμάτων

Υ.Γ.: «Όσο πιο σκοτεινή η νύχτα, τόσο πιο φωτεινά τα αστέρια. Όσο πιο βαθιά η θλίψη, τόσο πιο κοντά είναι ο Θεός!» (Έγκλημα και Τιμωρία- Φιόντορ Ντοστογιέφσκι)