Κάθε χρόνο, τέτοια εποχή, τέλος Μαΐου με αρχές Ιουνίου, λίγο πριν κοπούν τα ιδρωμένα καρπούζια και τοποθετηθούν στη μέση του τραπεζιού, κάτω από την κληματαριά ή και το ολόγιομο φεγγάρι, με πιάνουν τα υπαρξιακά μου.
Σε γενικές γραμμές έχω ένα θέμα με το σχολείο. Σε αντίθεση με τους πιο πολλούς το λατρεύω. Πάντα το λάτρευα. Τέτοιες εποχές, τείνω όμως να αναθεωρώ ξανά και ξανά την άποψή μου, μέχρι τον Σεπτέμβρη με τα νέα σχολικά και τα καλοσιδερωμένα πουκάμισα.
Το σχολείο για μένα είναι φίλοι και ταξίδια και περιέργεια και ψάξιμο και παιχνίδι και κοινωνικοποίηση και ανακάλυψη και πλάκες και μελέτη και κούραση και ικανοποίηση και αναστοχασμός και στόχοι και όνειρα και αμφισβήτηση και αλλαγή και επανάσταση… και ο κόσμος όλος.
Κατά την εξεταστική περίοδο όμως, όταν αντικρίζω τα κουρασμένα μάτια των παιδιών, τους γερμένους από το βάρος των πολλών ωρών στο φροντιστήριο ώμους, τα βαριά από τις σημειώσεις και εξεταστικά δοκίμια σακίδιά τους, το κενό από ενδιαφέρον και όρεξη βλέμμα τους, αναρωτιέμαι πως στο καλό καταφέραμε ως κοινωνία διαχρονικά, αλλά τα τελευταία χρόνια με ακόμη μεγαλύτερη επιτυχία, να δολοφονήσουμε το δημόσιο – όχι πως το ιδιωτικό πάει και πολύ καλύτερα- σχολείο.
Πες σε οποιοδήποτε μαθητή του Γυμνασίου ή του Λυκείου τη λέξη σχολείο συνοδευόμενη από οτιδήποτε θετικό και θα σε αποστομώσει λέγοντας πως είναι απλούστατα χάσιμο χρόνου. Ξεπατώνονται στο φροντιστήριο για να καταφέρουν είτε απλώς να επιβιώσουν, είτε να αριστεύσουν. Σπάνια πετυχαίνουν είτε το ένα είτε το άλλο στηριζόμενοι στα εφόδια που τους δίνει ο πρωινός κύκλος του σχολείου. Να μην αναφέρω πως ισχύει το φροντιστήριο και από το δημοτικό σε πολλές περιπτώσεις. Τραγικό; Το λιγότερο.
Δείκτες επιτυχίας και επάρκειας, νέα αναλυτικά προγράμματα, ειδικοί και κόντρα ειδικοί, θεσμοί και επιτροπές, νομοθεσίες και κανονισμοί, αξιολογήσεις, εκπαιδευτικοί ψυχολόγοι, στήριξη, μονάδες, συνοδοί, ένταξη, βιβλία, έρευνες, υποστηρικτικό υλικό, υπερ-μορφωμένοι εκπαιδευτικοί με μεταπτυχιακά και διδακτορικά, παιδαγωγικές προσεγγίσεις υπερσύγχρονες, βιωματική μάθηση, κτίρια παλάτια και τεχνολογικός εξοπλισμός.
Κόντρα σε έναν δάσκαλο, ένα βιβλίο, τον μαυροπίνακα, τις αλάνες, τα γήπεδα χωρίς κανόνες ασφαλείας. Νερό κατευθείαν από τη βρύση και η καταγγελία στον δάσκαλο να είναι «πιπιλά τη βρύση». Γόνατα γδαρμένα μόνιμα και κτυπημένα κεφάλια. Καβγάδες που δεν ήταν σχολικός εκφοβισμός.
Τότε όμως μετρούσαμε τα αστέρια όπως τον Μέλιο.
Τότε αγαπούσαμε αληθινά και μιλούσαμε αλήθειες, ή αν δεν γουστάραμε δεν μιλούσαμε και ήταν οκ.
Κρίναμε τον άλλο και ο άλλο αποδεχόταν την κριτική, αλλά δεν τον απομονώναμε και εκείνος δεν καταρρακωνόταν για να τον τρέχουν οι δικοί του σε ψυχολόγους.
Πηγαίναμε στις εξετάσεις χωρίς φροντιστήριο.
Εκείνα τα λίγα (λίγα;) που μάθαμε τα μάθαμε καλά και τα θυμόμαστε μέχρι σήμερα.
Θυμόμαστε τους δασκάλους μας με το όνομά τους και με αγάπη.
Τους φοβόμασταν αλλά και τους σεβόμασταν. Κάποιοι μάλιστα καθόρισαν και την ύπαρξή μας.
Γιατί; Μα γιατί και η μητέρα και ο πατέρας μου, που δεν ήταν μορφωμένοι, σέβονταν και το σχολείο και τον δάσκαλο. Ήξεραν πως η μόρφωση ήταν το Α και το Ω και το εμπεδώσαμε και εμείς.
Σήμερα; Σκόνη και θρύψαλα. Τα πάντα. Μα τα πάντα; Πού να πιστέψεις; Ποιον να πιστέψεις; Σε τι αρχές; Σε ποιους θεσμούς;
Παραδίδουμε στα παιδιά μας έναν κόσμο που έχει ξοφλήσει. Θεσμούς στους οποίους δεν πιστεύουμε. Τα μεγαλώνουμε σε πόλεις απρόσωπες και τα ψυχαγωγούμε με βιομηχανοποιημένους μαζικούς τρόπους διασκέδασης τους οποίους πληρώνουμε ακριβά. Τα αποξενώνουμε από την μητρική τους γλώσσα και τις αξίες που αυτή πρεσβεύει: Το Μέτρο, τη Δημοκρατία, τον Ανθρωπισμό.
Σχολείο αγαπημένο μου, είσαι και η αρχή και το τέλος. Σε «τελειώσαμε» και τώρα πώς να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή;
Υπογραφή: Ρομπέν των Χαμένων Θαυμάτων
Υ.Γ. Φεγγαράκι μου λαμπρό, φέγγε μου να περπατώ…