Γεννήθηκε κάποτε ένα παραμύθι. Ένα παραμύθι που ήθελε να ακουστεί, να διαβαστεί να ταξιδέψει, να γίνει εικόνες, να μπει σε ράφια, να σκονιστεί, να τσαλακωθεί, να λερωθεί από χέρια παιδικά, να βραχεί από δάκρυα μοναχικών ψυχών, να γίνει δέντρο και να ριζώσει σε γη χέρσα και μετά σπόρος για να ξεκινήσει, φτου ξανά κι΄ απ΄ την αρχή.
Πώς γεννήθηκε; Κανείς δεν ξέρει να μας πει επακριβώς. Ακούγονται διάφορα, άλλα τρελά, άλλα αδύνατα, άλλα τρομακτικά, κάποια σαφέστατα μαγικά και υπερρεαλιστικά.
Ήτανε λέει μια φορά και έναν καιρό ένας γέρος σοφός. Δεν είναι πάντα όλοι οι γέροι σοφοί αλλά αυτός ήταν ο πιο σοφός από όλους τους γέροντες σοφούς. Γιατί; Είχε βλέπετε ζήσει χρόνια και άλλα χρόνια, δίχως να τρέχει. Βάδιζε αργά, πολύ, για να μπορεί να ακούει. Τι να ακούει; Τις ζωές των ανθρώπων που γλιστρούσαν δίπλα του. Κάποιους τους συναντούσε και τους ακουμπούσε. Κάποιους απλώς τους έβλεπε. Κάποιους τους ένιωθε να περνούν σαν αέρας από δίπλα του. Κάποτε τρόμαζε, με όσα είχαν να του πουν ο ζωές, γιατί, ναι, υπήρχαν ζωές πονεμένες που φώναζαν τα παράπονά τους δυνατά. Άλλες φορές, και ευτυχώς αυτές ήταν οι πιο πολλές, του ψιθύριζαν μυστικά γλυκά και τον γαργαλούσαν τρυφερά.
Είδε, άκουσε, έζησε, πόνεσε, γέλασε έκλαψε και μετά έβαλε λέει στόχο της ζωής του, όλα τούτα που βίωσε στο διάβα του, πριν κλείσει ο κύκλος της ζωής, να τα κάνει αθάνατα. Να τα μοιραστεί. Με όλους. Όλους-όλους; Με όλους, ναι. Ακόμη και με εκείνους που δεν ήθελαν, ή δεν ήταν έτοιμοι να ακούσουν.
Σε ένα ψηλό βουνό σκαρφάλωσε. Έγινε ερημίτης γιατί έπρεπε να συναντήσει τον εαυτό του χωρίς τη βουή της ζωής που κάλπαζε αθεράπευτα ανυπόμονη όπως πάντα.
Εκεί έκλεισε, σε ένα μπόγο μαγικό, λέξεις, εικόνες, χρώματα, στιγμές, συναπαντήματα, μουσικές και μυρωδιές. Για να δέσει η συνταγή πρόσθεσε φιλίες και έχθρητες, φτώχια και πλούτο, δικαιοσύνη και αδικίες τρομερές, χρόνια ειρήνης και πολέμους τρομερούς, γέλιο και δάκρυ, χιλιόμετρα ταξιδιών και χρόνια και άλλα χρόνια πιο πολλά ακινησίας και στασιμότητας, ευτυχία και δυστυχία, ένα «μια φορά και έναν καιρό» για αρχή, και ένα «ζήσανε αυτοί καλά και εμείς καλύτερα», για τέλος.
Τα άφησε στον μπόγο, τρεις μέρες και τρεις νύχτες. Κάτω από ήλιο δυνατό και από φεγγάρι λαμπερό.
Ξημέρωσε η τέταρτη μέρα και άνοιξε ο μπόγος. Ξετυλίχτηκε η κόκκινη κλωστή και το παραμύθι για τα παραμύθια ξεκίνησε να ακούγεται στη γη απ΄ άκρη σ΄άκρη.
Ήταν το πιο σύντομο παραμύθι του κόσμου:
«Μια φορά και έναν καιρό γεννήθηκε ένα παραμύθι. Ένα παραμύθι για τα παραμύθια. Τα παραμύθια έλεγε, μας ξυπνάνε στην αλήθεια. Και μετά; Ζούνε αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.»